- γεννήτρα
- η1) см. γεννήτρια; 2) плодовитость, способность к размножению;
γεννήτρα γίδα — плодовитая коза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεννήτρα γίδα — плодовитая коза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεννήτρα — η η μάνα: Η γεννήτρα γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεννήτρια — και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια) 1. η μητέρα 2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι νεοελλ. συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού γεννήτωρ] … Dictionary of Greek